Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dormigliòne (αρσ. επίθ και ουσ) dotàle (αρσ. επίθ και ουσ)
dormìre (ρ.αμτβ.) dotàre (ρ. μτβ.)
dormirsela (ρ. με αντ.ή επιρρ. μ.) dotàto (επίθ.)
dormìta (θηλ.ουσ) dotazióne (θηλ.ουσ)
dormitìna (θηλ.ουσ) dòte (θηλ.ουσ)
dormitòrio (ουσ αρσ ) dòtto (ουσ αρσ )
dormitùra (θηλ.ουσ) dòtto (επίθ.)
dormivéglia (ουσ αρσ ) dottoràle (επίθ.)
dorsàle (ουσ αρσ και θηλ.) dottoràto (ουσ αρσ )
dorsàle (επίθ.) dottóre (ουσ αρσ )
dorsìsta (ουσ αρσ και θηλ.) dottoreggiàre (ρ.αμτβ.)
dòrso (ουσ αρσ ) dottorésco (επίθ.)
dorsoventràle (επίθ.) dottoréssa (θηλ.ουσ)
dosàbile (επίθ.) dottrìna (θηλ.ουσ)
dosàggio (ουσ αρσ ) dottrinàle (επίθ.)
dosàre (ρ. μτβ.) dottrinàrio (ουσ αρσ )
dosatóre (αρσ. επίθ και ουσ) dottrinàrio (επίθ.)
dosatùra (θηλ.ουσ) dottrinarìsmo (ουσ αρσ )
dòse (θηλ.ουσ) double–face (αρσ. επίθ και ουσ)
dosimetrìa (θηλ.ουσ) dóve (ουσ αρσ )
dosìmetro (ουσ αρσ ) dóve (σύνδ.)
dossàle (ουσ αρσ ) dóve (επίρ.)
dossier (ουσ αρσ ) dovére (ουσ αρσ )
dòsso (ουσ αρσ ) dovére (ρ.αμτβ.)
dossologìa (θηλ.ουσ) dovére (ρ. μτβ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: