Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dodecàgono (ουσ αρσ ) dogmatizzàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
Dodecannèso (κύρ.όν. αρσ.) dólce (ουσ αρσ )
dodecasìllabo (ουσ αρσ ) dólce (επίθ.)
dodecasìllabo (επίθ.) dolceamàro (επίθ.)
dodicènne (ουσ αρσ και θηλ.) dolcézza (θηλ.ουσ)
dodicènne (επίθ.) dolciàrio (αρσ. επίθ και ουσ)
dodicènnio (ουσ αρσ ) dolciàstro (επίθ.)
dodicesimàle (επίθ.) dolcificànte (ουσ αρσ )
dodicèsimo (τακτ. αριθμ. επίθ.) dolcificànte (επίθ.)
dódici ( απόλ. αριθμ. επίθ.) dolcificàre (ρ. μτβ.)
dodicimìla ( απόλ. αριθμ. επίθ.) dolcificazióne (θηλ.ουσ)
dogàle (θηλ. επίθ και ουσ) dolcisonànte (επίθ.)
dogàna (θηλ.ουσ) dolciùme (ουσ αρσ )
doganàle (επίθ.) dolènte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
doganière (ουσ αρσ ) dolére (ρ.αμτβ.)
dogaréssa (θηλ.ουσ) dolersi (ρ.μ. (αντων.))
dogàto (ουσ αρσ ) dolerìte (θηλ.ουσ)
dòge (ουσ αρσ ) dolicocefalìa (θηλ.ουσ)
dòglia (θηλ.ουσ) dolicocèfalo (αρσ. επίθ και ουσ)
dòglio, dóglio (ουσ αρσ ) dòllaro (ουσ αρσ )
dògma (ουσ αρσ ) dòlman (ουσ αρσ )
dogmàtica (θηλ.ουσ) dòlmen (ουσ αρσ )
dogmàtico (ουσ αρσ ) dòlo (ουσ αρσ )
dogmàtico (επίθ.) dolòmia (θηλ.ουσ)
dogmatìsmo (ουσ αρσ ) dolomìte (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: