Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

consociazióne (θηλ.ουσ) consonànte (θηλ.ουσ)
consòcio (ουσ αρσ ) consonàntico (επίθ.)
consolàbile (επίθ.) consonànza (θηλ.ουσ)
consolànte (επίθ.) consonàre (ρ.αμτβ.)
consolàre (αρσ. επίθ και ουσ) cònsono (επίθ.)
consolàre (ρ. μτβ.) consorèlla (θηλ. επίθ και ουσ)
consolàrsi (ρ. μ. αμτβ.) consòrte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
consolàto (ουσ αρσ ) consorterìa (θηλ.ουσ)
consolatóre (ουσ αρσ ) consortìle (αρσ. επίθ και ουσ)
consolatóre (επίθ.) consorziàle (επίθ.)
consolatòrio (επίθ.) consorziàre (ρ. μτβ.)
consolazióne (θηλ.ουσ) consorziàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
cònsole (ουσ αρσ ) consòrzio (ουσ αρσ )
console (θηλ.ουσ) constàre (ρ.αμτβ.)
consòlida (θηλ.ουσ) constatàre (ρ. μτβ.)
consolidaménto (ουσ αρσ ) constatazióne (θηλ.ουσ)
consolidàre (ρ. μτβ.) consuèto (αρσ. επίθ και ουσ)
consolidàrsi (ρ. μ. αμτβ.) consuetudinàrio (επίθ.)
consolidàto (ουσ αρσ ) consuetùdine (θηλ.ουσ)
consolidàto (επίθ.) consulènte (ουσ αρσ και θηλ.)
consolidatóre (αρσ. επίθ και ουσ) consulènte (επίθ.)
consolidazióne (θηλ.ουσ) consulènza (θηλ.ουσ)
consolìsta (ουσ αρσ και θηλ.) consùlta (θηλ.ουσ)
consòlle (θηλ.ουσ) consultàbile (επίθ.)
consommé (ουσ αρσ ) consultàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: