Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

attaccàre (ρ.αμτβ.) attendìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
attaccàre (ρ. μτβ.) attenére (ρ. μτβ. και αμετβ.)
attaccàrsi (ρ. μ. αμτβ.) attenérsi (ρ. μ. αμτβ.)
attaccatìccio (ουσ αρσ ) attentaménte (επίρ.)
attaccatìccio (επίθ.) attentàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
attaccatùra (θηλ.ουσ) attentarsi (ρ.μ. (αντων.))
attàcco (ουσ αρσ ) attentàto (ουσ αρσ )
attagliàrsi (ρ. μ. αμτβ.) attentatóre (ουσ αρσ )
attanagliàre (ρ. μτβ.) attènto (επίθ.)
attardàrsi (ρ. μ. αμτβ.) attenuaménto (ουσ αρσ )
attecchiménto (ουσ αρσ ) attenuànte (θηλ. επίθ και ουσ)
attecchìre (ρ.αμτβ.) attenuàre (ρ. μτβ.)
atteggiaménto (ουσ αρσ ) attenuàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
atteggiàre (ρ. μτβ.) attenuazióne (θηλ.ουσ)
atteggiàrsi (ρ. μ. αμτβ.) attenzióne (θηλ.ουσ)
attemparsi (ρ.μ. (αντων.)) attergàre (ρ. μτβ.)
attempàto (επίθ.) attergàto (αρσ. επίθ και ουσ)
attendaménto (ουσ αρσ ) àttero (αρσ. επίθ και ουσ)
attendàre (ρ. μτβ.) atterràggio (ουσ αρσ )
attendàrsi (ρ. μ. αμτβ.) atterraménto (ουσ αρσ )
attendènte (ουσ αρσ ) atterràre (ρ.αμτβ.)
attèndere (ρ. μτβ.) atterrìre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
attendìbile (αρσ. επίθ και ουσ) atterrìrsi (ρ. μ. αμτβ.)
attendibilità (θηλ.ουσ) attésa (θηλ.ουσ)
attendìsmo (ουσ αρσ ) attesìsmo (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: