Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόattanagliàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [attanaʎˈʎare] 1 κρατώ σφιχτά (με τανάλια) 2 αδράχνω 3 συλλαμβάνω 4 αρπάζω 5 σφίγγω 6 πιέζω κάποιον επώδυνα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |