Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


attàcco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [atˈtakko]

η προσβολή, η εισβολή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  attaccatura attagliarsi  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


attacchi [αρσ. πλυθ.] degli sci = οι δεστρές [f.]


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

attaccare (ρ. μτβ.)
attaccarsi (ρ. μ. αμτβ.)
attaccaticcio (ουσ αρσ )
attaccaticcio (επίθ.)
attaccatura (θηλ.ουσ)
attacco (ουσ αρσ )
attagliarsi (ρ. μ. αμτβ.)
attanagliare (ρ. μτβ.)
attardarsi (ρ. μ. αμτβ.)
attecchimento (ουσ αρσ )
attecchire (ρ.αμτβ.)
atteggiamento (ουσ αρσ )
atteggiare (ρ. μτβ.)
atteggiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
attemparsi (ρ.μ. (αντων.))
attempato (επίθ.)
attendamento (ουσ αρσ )
attendare (ρ. μτβ.)
attendarsi (ρ. μ. αμτβ.)
attendente (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---