Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόattàcco
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [atˈtakko] η προσβολή, η εισβολή permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαattacchi [αρσ. πλυθ.] degli sci = οι δεστρές [f.] Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |