Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


attendàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [attenˈdare]

1 κατασκηνώνω
2 καταυλίζομαι
3 στρατοπεδεύω
4 σκηνώ

attendàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [attenˈdarsi]

1 σκηνώ
2 καταυλίζομαι
3 κατασκηνώνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  attendamento attendente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

atteggiare (ρ. μτβ.)
atteggiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
attemparsi (ρ.μ. (αντων.))
attempato (επίθ.)
attendamento (ουσ αρσ )
attendare (ρ. μτβ.)
attendarsi (ρ. μ. αμτβ.)
attendente (ουσ αρσ )
attendere (ρ. μτβ.)
attendibile (αρσ. επίθ και ουσ)
attendibilità (θηλ.ουσ)
attendismo (ουσ αρσ )
attendista (ουσ αρσ και θηλ.)
attenere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
attenersi (ρ. μ. αμτβ.)
attentamente (επίρ.)
attentare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
attentarsi (ρ.μ. (αντων.))
attentato (ουσ αρσ )
attentatore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---