Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


attendibilità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [attendibiliˈta]

1 πίστη
2 φερεγγυότητα
3 αξιοπιστία
4 εμπιστοσύνη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  attendibile attendismo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

attendare (ρ. μτβ.)
attendarsi (ρ. μ. αμτβ.)
attendente (ουσ αρσ )
attendere (ρ. μτβ.)
attendibile (αρσ. επίθ και ουσ)
attendibilità (θηλ.ουσ)
attendismo (ουσ αρσ )
attendista (ουσ αρσ και θηλ.)
attenere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
attenersi (ρ. μ. αμτβ.)
attentamente (επίρ.)
attentare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
attentarsi (ρ.μ. (αντων.))
attentato (ουσ αρσ )
attentatore (ουσ αρσ )
attento (επίθ.)
attenuamento (ουσ αρσ )
attenuante (θηλ. επίθ και ουσ)
attenuare (ρ. μτβ.)
attenuarsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---