Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόattenuaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [attenuaˈmento] 1 ατόνηση 2 μετριασμός 3 εξασθένηση 4 μείωση 5 αποδυνάμωση 6 ελάττωση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |