Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


attenzióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [attenˈtsjone]

η προσοχή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  attenuazione attergare  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


con attenzione = σιγά σιγά


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

attenuamento (ουσ αρσ )
attenuante (θηλ. επίθ και ουσ)
attenuare (ρ. μτβ.)
attenuarsi (ρ. μ. αμτβ.)
attenuazione (θηλ.ουσ)
attenzione (θηλ.ουσ)
attergare (ρ. μτβ.)
attergato (αρσ. επίθ και ουσ)
attero (αρσ. επίθ και ουσ)
atterraggio (ουσ αρσ )
atterramento (ουσ αρσ )
atterrare (ρ.αμτβ.)
atterrire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
atterrirsi (ρ. μ. αμτβ.)
attesa (θηλ.ουσ)
attesismo (ουσ αρσ )
atteso (επίθ.)
attestabile (επίθ.)
attestare (ρ. μτβ.)
attestarsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---