Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


attergàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [atterˈgare]

1 επικυρώνω με οπισθογράφηση
2 οπισθογραφώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  attenzione attergato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

attenuante (θηλ. επίθ και ουσ)
attenuare (ρ. μτβ.)
attenuarsi (ρ. μ. αμτβ.)
attenuazione (θηλ.ουσ)
attenzione (θηλ.ουσ)
attergare (ρ. μτβ.)
attergato (αρσ. επίθ και ουσ)
attero (αρσ. επίθ και ουσ)
atterraggio (ουσ αρσ )
atterramento (ουσ αρσ )
atterrare (ρ.αμτβ.)
atterrire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
atterrirsi (ρ. μ. αμτβ.)
attesa (θηλ.ουσ)
attesismo (ουσ αρσ )
atteso (επίθ.)
attestabile (επίθ.)
attestare (ρ. μτβ.)
attestarsi (ρ. μ. αμτβ.)
attestato (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---