Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόatterraménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [atterraˈmento] 1 ανατροπή 2 κατεδάφιση 3 γκρέμισμα 4 κατάρριψη 5 ρίξιμο κάτω με χτύπημα (γροθιά) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |