Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


atterraménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [atterraˈmento]

1 ανατροπή
2 κατεδάφιση
3 γκρέμισμα
4 κατάρριψη
5 ρίξιμο κάτω με χτύπημα (γροθιά)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  atterraggio atterrare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

attenzione (θηλ.ουσ)
attergare (ρ. μτβ.)
attergato (αρσ. επίθ και ουσ)
attero (αρσ. επίθ και ουσ)
atterraggio (ουσ αρσ )
atterramento (ουσ αρσ )
atterrare (ρ.αμτβ.)
atterrire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
atterrirsi (ρ. μ. αμτβ.)
attesa (θηλ.ουσ)
attesismo (ουσ αρσ )
atteso (επίθ.)
attestabile (επίθ.)
attestare (ρ. μτβ.)
attestarsi (ρ. μ. αμτβ.)
attestato (ουσ αρσ )
attestatura (θηλ.ουσ)
attestazione (θηλ.ουσ)
atticciato (επίθ.)
atticismo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---