Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόattestatùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [attestaˈtura] 1 βάση στήριξης 2 στήριγμα 3 συναρμογή 4 ένωση 5 αντέρεισμα 6 βάθρο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |