Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


attiguità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [attiguiˈta]

1 γειτόνεμα
2 εγγύτητα
3 γειτνίαση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  attico attiguo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

atticismo (ουσ αρσ )
atticista (ουσ αρσ και θηλ.)
atticizzare (ρ.αμτβ.)
attico (ουσ αρσ )
attico (επίθ.)
attiguità (θηλ.ουσ)
attiguo (επίθ.)
attillare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
attillarsi (ρ.μ. (αντων.))
attillato (επίθ.)
attillatura (θηλ.ουσ)
attimo (ουσ αρσ )
attinente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
attinenza (θηλ.ουσ)
attingere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
attinia (θηλ.ουσ)
attinicità (θηλ.ουσ)
attinico (επίθ.)
attinide (ουσ αρσ )
attinio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---