Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόattiguità
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [attiguiˈta] 1 γειτόνεμα 2 εγγύτητα 3 γειτνίαση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |