Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόattinènte
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [attiˈnɛnte] 1 αναφερόμενος (σε) 2 σχετικός (με) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |