Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


attinometrìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [attinomeˈtria]

ακτινομετρία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  attinio attinometrico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

attinia (θηλ.ουσ)
attinicità (θηλ.ουσ)
attinico (επίθ.)
attinide (ουσ αρσ )
attinio (ουσ αρσ )
attinometria (θηλ.ουσ)
attinometrico (επίθ.)
attinometro (ουσ αρσ )
attirare (ρ. μτβ.)
attirarsi (ρ.μ. (αντων.))
attitudinale (επίθ.)
attitudine (θηλ.ουσ)
attivamente (επίρ.)
attivante (επίθ.)
attivare (ρ. μτβ.)
attivatore (αρσ. επίθ και ουσ)
attivazione (θηλ.ουσ)
attivismo (ουσ αρσ )
attivista (ουσ αρσ και θηλ.)
attivistico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---