Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


attivìsta  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [attiˈvista]

1 μαχητικό μέλος κόμματος
2 ενεργό στέλεχος
3 ακτιβιστής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  attivismo attivistico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

attivante (επίθ.)
attivare (ρ. μτβ.)
attivatore (αρσ. επίθ και ουσ)
attivazione (θηλ.ουσ)
attivismo (ουσ αρσ )
attivista (ουσ αρσ και θηλ.)
attivistico (επίθ.)
attività (θηλ.ουσ)
attivizzare (ρ. μτβ.)
attivo (ουσ αρσ )
attivo (επίθ.)
attizzamento (ουσ αρσ )
attizzare (ρ. μτβ.)
attizzatoio (ουσ αρσ )
attizzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
atto (ουσ αρσ )
attonito (επίθ.)
attorcere (ρ. μτβ.)
attorcersi (ρ.μ. (αντων.))
attorcigliamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---