Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόattivìsta
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [attiˈvista] 1 μαχητικό μέλος κόμματος 2 ενεργό στέλεχος 3 ακτιβιστής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |