Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόattizzaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [attittsaˈmento] 1 υποκίνηση αναστάτωσης 2 υποδαύλιση 3 δημιουργία αναταραχής 4 αναμόχλευση 5 ερεθισμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |