Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


attorniàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [attorˈnjare]

1 περιτριγυρίζω
2 τριγυρίζω
3 καταστρατηγώ
4 περιβάλλω
5 περικυκλώνω
6 κυκλώνω

attorniàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [attorˈnjarsi]

1 περιβάλλομαι
2 περικυκλώνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  attore attorno  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

attorcigliare (ρ. μτβ.)
attorcigliarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
attorcigliatura (θηλ.ουσ)
attorcitura (θηλ.ουσ)
attore (ουσ αρσ )
attorniare (ρ. μτβ.)
attorniarsi (ρ. μ. αμτβ.)
attorno (επίρ.)
attorto (επίθ.)
attossicare (ρ. μτβ.)
attraccaggio (ουσ αρσ )
attraccare (ρ.αμτβ.)
attracco (ουσ αρσ )
attrarre (ρ. μτβ.)
attrattiva (θηλ.ουσ)
attrattivo (αρσ. επίθ και ουσ)
attraversabile (επίθ.)
attraversamento (ουσ αρσ )
attraversare (ρ. μτβ.)
attraverso (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---