Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


attorcigliàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [attorʧiʎˈʎare]

1 διαστρέφω
2 διαστρεβλώνω
3 στριφογυρίζω
4 στρίβω
5 συστρέφω

attorcigliàrsi  
ρήμα μέσο μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [attorʧiʎˈʎarsi]

1 διαστρέφω
2 διαστρεβλώνω
3 στριφογυρίζω
4 στρίβω
5 συστρέφω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  attorcigliamento attorcigliatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

atto (ουσ αρσ )
attonito (επίθ.)
attorcere (ρ. μτβ.)
attorcersi (ρ.μ. (αντων.))
attorcigliamento (ουσ αρσ )
attorcigliare (ρ. μτβ.)
attorcigliarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
attorcigliatura (θηλ.ουσ)
attorcitura (θηλ.ουσ)
attore (ουσ αρσ )
attorniare (ρ. μτβ.)
attorniarsi (ρ. μ. αμτβ.)
attorno (επίρ.)
attorto (επίθ.)
attossicare (ρ. μτβ.)
attraccaggio (ουσ αρσ )
attraccare (ρ.αμτβ.)
attracco (ουσ αρσ )
attrarre (ρ. μτβ.)
attrattiva (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---