Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόattìvo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [atˈtivo] 1 ενεργητικό εταιρείας 2 ενεργητικό attìvo επίθετο Προσφορά I.P.A.: [atˈtivo] ενεργητικός (-ή, -ό), δρασρήριος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |