Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


attizzatóio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [attittsaˈtojo]

υποκινητής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  attizzare attizzatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

attivizzare (ρ. μτβ.)
attivo (ουσ αρσ )
attivo (επίθ.)
attizzamento (ουσ αρσ )
attizzare (ρ. μτβ.)
attizzatoio (ουσ αρσ )
attizzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
atto (ουσ αρσ )
attonito (επίθ.)
attorcere (ρ. μτβ.)
attorcersi (ρ.μ. (αντων.))
attorcigliamento (ουσ αρσ )
attorcigliare (ρ. μτβ.)
attorcigliarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
attorcigliatura (θηλ.ουσ)
attorcitura (θηλ.ουσ)
attore (ουσ αρσ )
attorniare (ρ. μτβ.)
attorniarsi (ρ. μ. αμτβ.)
attorno (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---