Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


attivatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [attivaˈtore]

ενεργοποιητής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  attivare attivazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

attitudinale (επίθ.)
attitudine (θηλ.ουσ)
attivamente (επίρ.)
attivante (επίθ.)
attivare (ρ. μτβ.)
attivatore (αρσ. επίθ και ουσ)
attivazione (θηλ.ουσ)
attivismo (ουσ αρσ )
attivista (ουσ αρσ και θηλ.)
attivistico (επίθ.)
attività (θηλ.ουσ)
attivizzare (ρ. μτβ.)
attivo (ουσ αρσ )
attivo (επίθ.)
attizzamento (ουσ αρσ )
attizzare (ρ. μτβ.)
attizzatoio (ουσ αρσ )
attizzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
atto (ουσ αρσ )
attonito (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---