Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


attillàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [attilˈlare]

μπαίνω κολλητά (για ρούχο)

attillarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [attilˈlarsi]

ντύνομαι επίσημα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  attiguo attillato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

atticizzare (ρ.αμτβ.)
attico (ουσ αρσ )
attico (επίθ.)
attiguità (θηλ.ουσ)
attiguo (επίθ.)
attillare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
attillarsi (ρ.μ. (αντων.))
attillato (επίθ.)
attillatura (θηλ.ουσ)
attimo (ουσ αρσ )
attinente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
attinenza (θηλ.ουσ)
attingere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
attinia (θηλ.ουσ)
attinicità (θηλ.ουσ)
attinico (επίθ.)
attinide (ουσ αρσ )
attinio (ουσ αρσ )
attinometria (θηλ.ουσ)
attinometrico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---