Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


attillatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [attillaˈtura]

1 ιδιότητα του στενού ρούχου
2 κομψότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  attillato attimo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

attiguità (θηλ.ουσ)
attiguo (επίθ.)
attillare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
attillarsi (ρ.μ. (αντων.))
attillato (επίθ.)
attillatura (θηλ.ουσ)
attimo (ουσ αρσ )
attinente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
attinenza (θηλ.ουσ)
attingere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
attinia (θηλ.ουσ)
attinicità (θηλ.ουσ)
attinico (επίθ.)
attinide (ουσ αρσ )
attinio (ουσ αρσ )
attinometria (θηλ.ουσ)
attinometrico (επίθ.)
attinometro (ουσ αρσ )
attirare (ρ. μτβ.)
attirarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---