Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


attestàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [attesˈtato]

1 πιστοποίηση
2 πιστοποιητικό
3 απόδειξη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  attestarsi attestatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

attesismo (ουσ αρσ )
atteso (επίθ.)
attestabile (επίθ.)
attestare (ρ. μτβ.)
attestarsi (ρ. μ. αμτβ.)
attestato (ουσ αρσ )
attestatura (θηλ.ουσ)
attestazione (θηλ.ουσ)
atticciato (επίθ.)
atticismo (ουσ αρσ )
atticista (ουσ αρσ και θηλ.)
atticizzare (ρ.αμτβ.)
attico (ουσ αρσ )
attico (επίθ.)
attiguità (θηλ.ουσ)
attiguo (επίθ.)
attillare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
attillarsi (ρ.μ. (αντων.))
attillato (επίθ.)
attillatura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---