Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


atterràggio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [atterˈradʤo]

η προσγείωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  attero atterramento  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


atterraggio [αρσ.] di fortuna = αναγκαστική προσγείωση


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

attenuazione (θηλ.ουσ)
attenzione (θηλ.ουσ)
attergare (ρ. μτβ.)
attergato (αρσ. επίθ και ουσ)
attero (αρσ. επίθ και ουσ)
atterraggio (ουσ αρσ )
atterramento (ουσ αρσ )
atterrare (ρ.αμτβ.)
atterrire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
atterrirsi (ρ. μ. αμτβ.)
attesa (θηλ.ουσ)
attesismo (ουσ αρσ )
atteso (επίθ.)
attestabile (επίθ.)
attestare (ρ. μτβ.)
attestarsi (ρ. μ. αμτβ.)
attestato (ουσ αρσ )
attestatura (θηλ.ουσ)
attestazione (θηλ.ουσ)
atticciato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---