Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


attenuànte  
θηλυκό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [attenuˈante]

1 μετριαστικός
2 εξασθενητικός
3 ελαφρυντικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  attenuamento attenuare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

attentarsi (ρ.μ. (αντων.))
attentato (ουσ αρσ )
attentatore (ουσ αρσ )
attento (επίθ.)
attenuamento (ουσ αρσ )
attenuante (θηλ. επίθ και ουσ)
attenuare (ρ. μτβ.)
attenuarsi (ρ. μ. αμτβ.)
attenuazione (θηλ.ουσ)
attenzione (θηλ.ουσ)
attergare (ρ. μτβ.)
attergato (αρσ. επίθ και ουσ)
attero (αρσ. επίθ και ουσ)
atterraggio (ουσ αρσ )
atterramento (ουσ αρσ )
atterrare (ρ.αμτβ.)
atterrire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
atterrirsi (ρ. μ. αμτβ.)
attesa (θηλ.ουσ)
attesismo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---