Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόattenuànte
θηλυκό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [attenuˈante] 1 μετριαστικός 2 εξασθενητικός 3 ελαφρυντικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |