Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


attènto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [atˈtɛnto]

προσεχτικός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  attentatore attenuamento  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


attenti al cane! = προσοχή σκύλος! || stai attento! = έχε το νου σου! | πρόσεχε!


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

attentamente (επίρ.)
attentare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
attentarsi (ρ.μ. (αντων.))
attentato (ουσ αρσ )
attentatore (ουσ αρσ )
attento (επίθ.)
attenuamento (ουσ αρσ )
attenuante (θηλ. επίθ και ουσ)
attenuare (ρ. μτβ.)
attenuarsi (ρ. μ. αμτβ.)
attenuazione (θηλ.ουσ)
attenzione (θηλ.ουσ)
attergare (ρ. μτβ.)
attergato (αρσ. επίθ και ουσ)
attero (αρσ. επίθ και ουσ)
atterraggio (ουσ αρσ )
atterramento (ουσ αρσ )
atterrare (ρ.αμτβ.)
atterrire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
atterrirsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---