Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


attaccàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [attakˈkare]

1 αρχίζω
2 πετυχαίνω (με την έγκριση κάποιου)
3 ριζοβολώ
4 λειτουργώ
5 τα πηγαίνω καλά
6 κολλιέμαι
7 πετώ ρίζες
8 προσκολλιέμαι (σαν βδέλλα)
9 ξεκινώ (για ορχήστρα)
10 ριζώνω
11 πιάνω

attaccàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [attakˈkare]

1 (incollare) κολλώ
2 (cucire) ράβω
3 (cominciare) μπαίνω

attaccàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [attakˈkarsi]

1 προσκολλιέμαι
2 πέφτω (στο φαγητό)
3 συνδέομαι στενά
4 τσακώνομαι
5 κολλώ (για φαγητό)
6 πέφτω στη δουλειά ή σε σκοπό
7 γαντζώνομαι
8 πιάνω (για φαγητό)
9 πιάνομαι
10 αφοσιώνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  attaccapanni attaccaticcio  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


attaccare bottone = πιάνω κουβέντα || attaccare un discorso = αρχίζω τη συζήτηση


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

attaccabrighe (ουσ αρσ και θηλ.)
attaccalite (ουσ αρσ και θηλ.)
attaccamento (ουσ αρσ )
attaccante (ουσ αρσ )
attaccapanni (ουσ αρσ )
attaccare (ρ.αμτβ.)
attaccare (ρ. μτβ.)
attaccarsi (ρ. μ. αμτβ.)
attaccaticcio (ουσ αρσ )
attaccaticcio (επίθ.)
attaccatura (θηλ.ουσ)
attacco (ουσ αρσ )
attagliarsi (ρ. μ. αμτβ.)
attanagliare (ρ. μτβ.)
attardarsi (ρ. μ. αμτβ.)
attecchimento (ουσ αρσ )
attecchire (ρ.αμτβ.)
atteggiamento (ουσ αρσ )
atteggiare (ρ. μτβ.)
atteggiarsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---