Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


attaccalìte  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [at,takkaˈlite]

1 φιλόνικος
2 τσαμπουκαλής
3 καβγατζής
4 εριστικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  attaccabrighe attaccamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

atrofizzarsi (ρ. μ. αμτβ.)
atropina (θηλ.ουσ)
attaccabile (επίθ.)
attaccabottoni (ουσ αρσ και θηλ.)
attaccabrighe (ουσ αρσ και θηλ.)
attaccalite (ουσ αρσ και θηλ.)
attaccamento (ουσ αρσ )
attaccante (ουσ αρσ )
attaccapanni (ουσ αρσ )
attaccare (ρ.αμτβ.)
attaccare (ρ. μτβ.)
attaccarsi (ρ. μ. αμτβ.)
attaccaticcio (ουσ αρσ )
attaccaticcio (επίθ.)
attaccatura (θηλ.ουσ)
attacco (ουσ αρσ )
attagliarsi (ρ. μ. αμτβ.)
attanagliare (ρ. μτβ.)
attardarsi (ρ. μ. αμτβ.)
attecchimento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---