Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


atrofizzàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [atrofidˈdzare]

ατροφώ

atrofizzàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [atrofidˈdzarsi]

ατροφώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  atrofico atropina  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

atro (επίθ.)
atroce (επίθ.)
atrocità (θηλ.ουσ)
atrofia (θηλ.ουσ)
atrofico (επίθ.)
atrofizzare (ρ. μτβ.)
atrofizzarsi (ρ. μ. αμτβ.)
atropina (θηλ.ουσ)
attaccabile (επίθ.)
attaccabottoni (ουσ αρσ και θηλ.)
attaccabrighe (ουσ αρσ και θηλ.)
attaccalite (ουσ αρσ και θηλ.)
attaccamento (ουσ αρσ )
attaccante (ουσ αρσ )
attaccapanni (ουσ αρσ )
attaccare (ρ.αμτβ.)
attaccare (ρ. μτβ.)
attaccarsi (ρ. μ. αμτβ.)
attaccaticcio (ουσ αρσ )
attaccaticcio (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---