Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


attaccabottóni  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [at,takkabotˈtoni]

συσκευή που φτιάχνει κουμπότρυπες


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  attaccabile attaccabrighe  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

atrofico (επίθ.)
atrofizzare (ρ. μτβ.)
atrofizzarsi (ρ. μ. αμτβ.)
atropina (θηλ.ουσ)
attaccabile (επίθ.)
attaccabottoni (ουσ αρσ και θηλ.)
attaccabrighe (ουσ αρσ και θηλ.)
attaccalite (ουσ αρσ και θηλ.)
attaccamento (ουσ αρσ )
attaccante (ουσ αρσ )
attaccapanni (ουσ αρσ )
attaccare (ρ.αμτβ.)
attaccare (ρ. μτβ.)
attaccarsi (ρ. μ. αμτβ.)
attaccaticcio (ουσ αρσ )
attaccaticcio (επίθ.)
attaccatura (θηλ.ουσ)
attacco (ουσ αρσ )
attagliarsi (ρ. μ. αμτβ.)
attanagliare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---