Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόattaccatùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [attakkaˈtura] 1 σημείο συνένωσης 2 σύνδεση 3 ένωση 4 πρόσδεση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |