Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόattecchiménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [attekkiˈmento] 1 ριζοβόλημα 2 πιάσιμο 3 ρίζωμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |