Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


atrocità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [atroʧiˈta]

1 θηριωδία
2 στυγερότητα
3 τρόμος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  atroce atrofia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

atossico (επίθ.)
atout (ουσ αρσ )
atrio (ουσ αρσ )
atro (επίθ.)
atroce (επίθ.)
atrocità (θηλ.ουσ)
atrofia (θηλ.ουσ)
atrofico (επίθ.)
atrofizzare (ρ. μτβ.)
atrofizzarsi (ρ. μ. αμτβ.)
atropina (θηλ.ουσ)
attaccabile (επίθ.)
attaccabottoni (ουσ αρσ και θηλ.)
attaccabrighe (ουσ αρσ και θηλ.)
attaccalite (ουσ αρσ και θηλ.)
attaccamento (ουσ αρσ )
attaccante (ουσ αρσ )
attaccapanni (ουσ αρσ )
attaccare (ρ.αμτβ.)
attaccare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---