Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

asservìre (ρ. μτβ.) assicuràta (θηλ.ουσ)
asservirsi (ρ.μ. (αντων.)) assicuratìvo (επίθ.)
asserzióne (θηλ.ουσ) assicuràto (αρσ. επίθ και ουσ)
assessoràto (ουσ αρσ ) assicuratóre (ουσ αρσ )
assessóre (ουσ αρσ ) assicuratóre (επίθ.)
assestaménto (ουσ αρσ ) assicurazióne (θηλ.ουσ)
assestàre (ρ. μτβ.) assideraménto (ουσ αρσ )
assestàrsi (ρ. μ. αμτβ.) assideràre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
assestatézza (θηλ.ουσ) assideràrsi (ρ. μ. αμτβ.)
assetàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) assideràto (επίθ.)
assetàto (αρσ. επίθ και ουσ) assìdersi (ρ. μ. αμτβ.)
assettaménto (ουσ αρσ ) assiduità (θηλ.ουσ)
assettàre (ρ. μτβ.) assìduo (ουσ αρσ )
assettàrsi (ρ. μ. αμτβ.) assìduo (επίθ.)
assettàto (επίθ.) assiemàggio (ουσ αρσ )
assètto (ουσ αρσ ) assième (επίρ.)
asseveraménto (ουσ αρσ ) assiepaménto (ουσ αρσ )
asseveràre (ρ. μτβ.) assiepàre (ρ. μτβ.)
asseveratìvo (αρσ. επίθ και ουσ) assiepàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
asseverazióne (θηλ.ουσ) assillànte (επίθ.)
assiàle (επίθ.) assillàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
assicèlla (θηλ.ουσ) assìllo (ουσ αρσ )
assicuràbile (επίθ.) assimilàbile (επίθ.)
assicuràre (ρ. μτβ.) assimilabilità (θηλ.ουσ)
assicuràrsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.) assimilàre (ρ. μτβ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: