Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

allàto (επίρ.) allégro, allègro (ουσ αρσ )
allattaménto (ουσ αρσ ) allégro, allègro (επίθ.)
allattàre (ρ. μτβ.) allegróne (ουσ αρσ )
allèa (θηλ.ουσ) allèle (ουσ αρσ )
alleànza (θηλ.ουσ) allelomòrfo (αρσ. επίθ και ουσ)
alleàre (ρ. μτβ.) allelùia (ουσ αρσ και θηλ.)
alleàrsi (ρ. μ. αμτβ.) allenaménto (ουσ αρσ )
alleàto (ουσ αρσ ) allenàre (ρ. μτβ.)
alleàto (επίθ.) allenàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
allegaménto (ουσ αρσ ) allenatóre (αρσ. επίθ και ουσ)
allegàre (ρ. μτβ.) allentaménto (ουσ αρσ )
allegàto (ουσ αρσ ) allentàre (ρ. μτβ.)
allegàto (επίθ.) allentàrsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
allegazióne (θηλ.ουσ) allentatùra (θηλ.ουσ)
alleggeriménto (ουσ αρσ ) allergène (ουσ αρσ )
alleggerìre (ρ. μτβ.) allergìa (θηλ.ουσ)
alleggerìrsi (ρ. μ. αμτβ.) allèrgico (αρσ. επίθ και ουσ)
allegorìa (θηλ.ουσ) allergizzàre (ρ. μτβ.)
allegòrico (επίθ.) allergologìa (θηλ.ουσ)
allegorìsta (ουσ αρσ και θηλ.) allergòlogo (ουσ αρσ )
allegorizzàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) allestiménto (ουσ αρσ )
allegraménte (επίρ.) allestìre (ρ. μτβ.)
allegrétto (ουσ αρσ ) allettaménto (ουσ αρσ )
allegrézza (θηλ.ουσ) allettànte (επίθ.)
allegrìa (θηλ.ουσ) allettàre (ρ. μτβ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: