Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


allèrgico  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [alˈlɛrʤiko]

αλλεργικός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  allergia allergizzare  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


essere allergico a quialcosa = είμαι αλλεργικός σε κάτι


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

allentare (ρ. μτβ.)
allentarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
allentatura (θηλ.ουσ)
allergene (ουσ αρσ )
allergia (θηλ.ουσ)
allergico (αρσ. επίθ και ουσ)
allergizzare (ρ. μτβ.)
allergologia (θηλ.ουσ)
allergologo (ουσ αρσ )
allestimento (ουσ αρσ )
allestire (ρ. μτβ.)
allettamento (ουσ αρσ )
allettante (επίθ.)
allettare (ρ. μτβ.)
allettarsi (ρ.μ. (αντων.))
allettatore (αρσ. επίθ και ουσ)
allettevole (επίθ.)
allevamento (ουσ αρσ )
allevare (ρ. μτβ.)
allevatore (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---