Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


allettàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [alletˈtare]

1 θέλγω
2 μαγεύω
3 σαγηνεύω
4 δελεάζω

allettarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [alletˈtarsi]

1 ισοπεδώνομαι
2 κρεβατώνομαι
3 παίρνω στο κρεβάτι μου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  allettante allettatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

allergologo (ουσ αρσ )
allestimento (ουσ αρσ )
allestire (ρ. μτβ.)
allettamento (ουσ αρσ )
allettante (επίθ.)
allettare (ρ. μτβ.)
allettarsi (ρ.μ. (αντων.))
allettatore (αρσ. επίθ και ουσ)
allettevole (επίθ.)
allevamento (ουσ αρσ )
allevare (ρ. μτβ.)
allevatore (αρσ. επίθ και ουσ)
alleviamento (ουσ αρσ )
alleviare (ρ. μτβ.)
allibire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
allibrare (ρ. μτβ.)
allibratore (ουσ αρσ )
allicciare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
allietare (ρ. μτβ.)
allietarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---