Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


allicciàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [allitˈʧare]

1 βάζω πλαίσιο με νήματα αργαλειού
2 βάζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  allibratore allietare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

alleviamento (ουσ αρσ )
alleviare (ρ. μτβ.)
allibire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
allibrare (ρ. μτβ.)
allibratore (ουσ αρσ )
allicciare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
allietare (ρ. μτβ.)
allietarsi (ρ.μ. (αντων.))
allievo (ουσ αρσ )
alligatore (ουσ αρσ )
allignare (ρ.αμτβ.)
allineamento (ουσ αρσ )
allineare (ρ. μτβ.)
allinearsi (ρ. μ. αμτβ.)
allineato (επίθ.)
allitterazione (θηλ.ουσ)
allocazione (θηλ.ουσ)
allocchire (ρ.αμτβ.)
allocco (ουσ αρσ )
allocroico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---