Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


allièvo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [alˈljɛvo]

ο μαθητής, η μαθήτρια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  allietarsi alligatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

allibrare (ρ. μτβ.)
allibratore (ουσ αρσ )
allicciare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
allietare (ρ. μτβ.)
allietarsi (ρ.μ. (αντων.))
allievo (ουσ αρσ )
alligatore (ουσ αρσ )
allignare (ρ.αμτβ.)
allineamento (ουσ αρσ )
allineare (ρ. μτβ.)
allinearsi (ρ. μ. αμτβ.)
allineato (επίθ.)
allitterazione (θηλ.ουσ)
allocazione (θηλ.ουσ)
allocchire (ρ.αμτβ.)
allocco (ουσ αρσ )
allocroico (επίθ.)
allocromatico (επίθ.)
allocromia (θηλ.ουσ)
allocutore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---