Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


allocazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [allokatˈtsjone]

1 στοιχήματα ιπποδρομίας
2 κονδύλι (προϋπολογισμού)
3 κατανομή
4 διανομή
5 έπαθλο ιπποδρομίας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  allitterazione allocchire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

allineamento (ουσ αρσ )
allineare (ρ. μτβ.)
allinearsi (ρ. μ. αμτβ.)
allineato (επίθ.)
allitterazione (θηλ.ουσ)
allocazione (θηλ.ουσ)
allocchire (ρ.αμτβ.)
allocco (ουσ αρσ )
allocroico (επίθ.)
allocromatico (επίθ.)
allocromia (θηλ.ουσ)
allocutore (ουσ αρσ )
allocuzione (θηλ.ουσ)
allodola (θηλ.ουσ)
allogamento (ουσ αρσ )
allogamia (θηλ.ουσ)
allogare (ρ. μτβ.)
allogarsi (ρ.μ. (αντων.))
allogeno (ουσ αρσ )
allogeno (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---