Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


allogàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [alloˈgare]

1 τοποθετώ
2 επενδύω
3 τακτοποιώ
4 βάζω
5 βρίσκω θέσεις εργασίας

allogarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [alloˈgarsi]

1 πιάνω δουλειά
2 ζω
3 βρίσκω εργασία
4 μένω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  allogamia allogeno  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

allocutore (ουσ αρσ )
allocuzione (θηλ.ουσ)
allodola (θηλ.ουσ)
allogamento (ουσ αρσ )
allogamia (θηλ.ουσ)
allogare (ρ. μτβ.)
allogarsi (ρ.μ. (αντων.))
allogeno (ουσ αρσ )
allogeno (επίθ.)
alloggiamento (ουσ αρσ )
alloggiare (ρ.αμτβ.)
alloggio (ουσ αρσ )
alloglotta (επίθ.)
alloglotto (αρσ. επίθ και ουσ)
allontanamento (ουσ αρσ )
allontanare (ρ. μτβ.)
allontanarsi (ρ. μ. αμτβ.)
allontanato (επίθ.)
allopatia (θηλ.ουσ)
allopatico (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---