Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόallopàtico
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [alloˈpatiko] αλλοπαθητικός γιατρός allopàtico επίθετο Προσφορά I.P.A.: [alloˈpatiko] 1 αλλοπαθής 2 αλλοπαθητικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |