Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


àlluce  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈalluʧe]

το μεγάλο δάχτυλο του ποδιού


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  allotropo allucinante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

allorquando (σύνδ.)
allotrapianto (ουσ αρσ )
allotropia (θηλ.ουσ)
allotropico (επίθ.)
allotropo (ουσ αρσ )
alluce (ουσ αρσ )
allucinante (επίθ.)
allucinare (ρ. μτβ.)
allucinato (ουσ αρσ )
allucinato (επίθ.)
allucinatorio (αρσ. επίθ και ουσ)
allucinazione (θηλ.ουσ)
allucinogeno (ουσ αρσ )
allucinogeno (επίθ.)
allucinosi (θηλ.ουσ)
alluda (θηλ.ουσ)
alludere (ρ.αμτβ.)
allumare (ρ. μτβ.)
allume (ουσ αρσ )
allumina (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---