Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


allùme  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [alˈlume]

1 στυπτηρία
2 στύψη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  allumare allumina  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

allucinogeno (επίθ.)
allucinosi (θηλ.ουσ)
alluda (θηλ.ουσ)
alludere (ρ.αμτβ.)
allumare (ρ. μτβ.)
allume (ουσ αρσ )
allumina (θηλ.ουσ)
alluminatura (θηλ.ουσ)
alluminio (ουσ αρσ )
alluminosi (θηλ.ουσ)
alluminotermia (θηλ.ουσ)
allunaggio (ουσ αρσ )
allunare (ρ.αμτβ.)
allungabile (επίθ.)
allungamento (ουσ αρσ )
allungare (ρ. μτβ.)
allungarsi (ρ. μ. αμτβ.)
allungatura (θηλ.ουσ)
allungo (ουσ αρσ )
allusione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---