Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόallungàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [allunˈgare] 1 παρατείνω 2 (vestito) μακραίνω allungàrsi ρήμα μέσο αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [allunˈgarsi] απλώνομαι permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαallungare le gambe [θηλ. πλυθ.] = απλώνω τα πόδια Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |