Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


almanaccàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [almanakˈkare]

1 ονειροπολώ
2 στύβω το μυαλό μου
3 σπάω το κεφάλι μου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  alma almanacco  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

alluvionale (επίθ.)
alluvionato (ουσ αρσ )
alluvionato (επίθ.)
alluvione (θηλ.ουσ)
alma (θηλ.ουσ)
almanaccare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
almanacco (ουσ αρσ )
almeno (επίρ.)
almo (ουσ αρσ )
alno (ουσ αρσ )
aloe (ουσ αρσ και θηλ.)
alofauna (θηλ.ουσ)
aloflora (θηλ.ουσ)
alogenare (ρ. μτβ.)
alogeno (αρσ. επίθ και ουσ)
alogenuro (ουσ αρσ )
alone (ουσ αρσ )
alopecia (θηλ.ουσ)
alpaca (ουσ αρσ )
alpacca (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---