Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


alogenùro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [aloʤeˈnuro]

ένωση αλογόνου με στοιχείο ή ρίζα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  alogeno alone  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

aloe (ουσ αρσ και θηλ.)
alofauna (θηλ.ουσ)
aloflora (θηλ.ουσ)
alogenare (ρ. μτβ.)
alogeno (αρσ. επίθ και ουσ)
alogenuro (ουσ αρσ )
alone (ουσ αρσ )
alopecia (θηλ.ουσ)
alpaca (ουσ αρσ )
alpacca (θηλ.ουσ)
alpe (θηλ.ουσ)
alpeggio (ουσ αρσ )
alpenstock (ουσ αρσ )
alpestre (αρσ. επίθ και ουσ)
Alpi (θηλ. ουσ πληθ.)
alpigiano (ουσ αρσ )
alpigiano (επίθ.)
alpinismo (ουσ αρσ )
alpinista (ουσ αρσ και θηλ.)
alpinistico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---